- σαυροβριθής
- σαυρο-βρῑθής, ές,A with a heavy σαυρωτήρ, Trag.Adesp.264.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαυροβριθής — ές, Α ο εφοδιασμένος με βαρύ σαυρωτήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα / σαυρ ωτήρ «σιδηρά αιχμή» + βριθής (< βρίθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
σαυροβριθές — σαυροβριθής with a heavy masc/fem voc sg σαυροβριθής with a heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρίθος — βρῑθος, το (Α) βάρος, φορτίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς. ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) εμβριθής, σιδηροβριθής αρχ. αβριθής, διαβριθής, επιβριθής, εριβριθής, ευβριθής, οπισθοβριθής, πυριβριθής, σαυροβριθής, στερνοβριθής, υπερβριθής, χθονοβριθής… … Dictionary of Greek